- φριξόθριξ
- φριξό-θριξ, τρῐχος, ὁ, ἡ,A with bristling hair,
Ἰνδοί Ps.-Callisth.3.8
.II making the hair stand on end, EM800.32, Suid.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Ἰνδοί Ps.-Callisth.3.8
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φριξόθριξ — τριχος, ο, η, ΝΜΑ (λόγιος τ.) αυτός που έχει σηκωμένες τρίχες («το παν βλέπει με όψιν αγρίου / την φριξότριχα κόμην κινών», Ζαλοκ.) αρχ. αυτός που κάνει τις τρίχες να σηκωθούν. [ΕΤΥΜΟΛ. < φριξός «ανορθωμένος» + θριξ (< θρίξ, τριχός), πρβλ.… … Dictionary of Greek
φριξοκόμης — ὁ, Α (ποιητ. τ.) φριξόθριξ. [ΕΤΥΜΟΛ. < φριξός «ανορθωμένος» + κόμης (< κόμη), πρβλ. ξανθο κόμης] … Dictionary of Greek